σκάλιον

σκάλιον
τὸ, Μ [σκάλα]
κλίμακα, σκάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκαλί — το, Ν 1. καθένα από τα επάλληλα οριζόντια επίπεδα που συγκροτούν μια κλίμακα, σκαλοπάτι («να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά τού Αυγούστου», Ελύτης) 2. μτφ. (για πρόσ. αλλά και καταστάσεις) στάδιο εξελικτικής πορείας 3. φρ. «σκαλί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”